- τζαζ
- (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του Μισισιπή. Για την έννοια και την ετυμολογία του όρου τ., οι μελετητές διαφωνούν: μπορεί να κατάγεται από το όνομα ενός νέγρου μουσικού, του Τζάζμπο (Jazzbo), που ήταν από τους πρώτους που διακρίθηκαν σε αυτό το είδος της μουσικής· από το γαλλικό jaser (τραυλίζω)· από την αμερικανική προφορά του ονόματος Charles, που έγινε βαθμιαία chaz και τέλος jαzz· από το razz band (ορχήστρα από έγχρωμους) ή, υπόθεση που δεν φαίνεται αβάσιμη, από μονοσύλλαβη λέξη μιας αφρικανικής γλώσσας που έχει σεξουαλική έννοια. Εξίσου ασαφής είναι ο μουσικός ορισμός της τ., που εκδηλώθηκε και διαμορφώθηκε σε μια απέραντη σειρά ενόργανων και φωνητικών, ρυθμικών και αρμονικών μορφών. Συνήθως ο βασικός ρυθμός της τ. θεωρείται ένας ακέραιος 4/4, αλλά δεν τηρήθηκε ποτέ κάποιος κανόνας στις εκτελέσεις, που –εκμεταλλευόμενες τον εφευρετικό οίστρο της στιγμής– δημιούργησαν αργότερα τεχνοτροπίες της τ.: την τ. των λαμπρών αυτοσχεδιασμών του Λούις Άρμστρογκ, των δουλεμένων και εκλεπτυσμένων συνθέσεων του Ντιουκ ‘Eλιγκτον, το χαώδες των marching - bands και των διαφόρων ορχηστρών, που αποτελούνται συχνά από λίγα όργανα, όπως το Modern Jazz Quartet. Σε αυτές τις τεχνοτροπίες (αυτοσχεδιασμού και εκτέλεσης συγχρόνως) συνεχίζονται, συμπλέκονται, αναπτύσσονται και διαφοροποιούνται οι αρχαιότερες μουσικές συνήθειες των νέγρων της Αμερικής. Το 1784, ο Τόμας Τζέφερσον στις Σημειώσεις για τις πολιτείες της Βιρτζίνια είχε ήδη γράψει ότι στη μουσική οι νέγροι παρουσίαζαν γενικά μεγαλύτερες ικανότητες από τους λευκούς. «Το αυτί τους έγραφε, είναι εξαιρετικά ικανό να αφομοιώνει ρυθμούς και μελωδίες. Σε πολλές περιπτώσεις αποδείχτηκαν επίσης ικανοί να αυτοσχεδιάζουν μερικά απλά catch. Το αγαπημένο τους όργανο είναι το λεγόμενο banjar, που το έφεραν εδώ κατευθείαν από την Αφρική». Οι χοροί ήταν πολύ διαδεδομένοι στις κοινότητές τους κατά τις ώρες της ανάπαυσης, ενώ η εργασία συνοδευόταν από ρυθμικά τραγούδια, που όμως δεν επιτρέπονταν πάντα. Από τις απαγορεύσεις αυτές προήλθαν τα calls (ειδοποιήσεις), κραυγές με τις οποίες οι δούλοι μετέδιδαν μεταξύ τους πληροφορίες και εντυπώσεις. Στο call η χρήση του λόγου περιοριζόταν σε λίγους ήχους. Το νόημα του μηνύματος μεταδιδόταν κυρίως με τις διακυμάνσεις της φωνής, ακριβώς όπως στη ζούγκλα ο ήχος του ταμ-ταμ δεν ήταν μόνο ένα είδος τηλέγραφου με ένα προκαθορισμένο αλφάβητο, αλλά και τρόπος επικοινωνίας με ρυθμικές και ηχητικές αποχρώσεις. Έως εκείνη τη στιγμή επομένως οι νέγροι διατηρούσαν τις συνήθειές τους: αλλά η επαφή τους με τον αμερικανικό λαό δεν μπορούσε να μην προκαλέσει βαθμιαίες μεταβολές. Πολλές μουσικές μορφές, που αργότερα οδήγησαν στην εμφάνιση της τ., γεννήθηκαν ακριβώς από τη συνάντηση αυτή της εθνικής μουσικής κληρονομιάς των νέγρων με την αμερικανική – Άγγλων, Σκοτσέζων και άλλων εθνικών ομάδων που μεταφυτεύτηκαν στις ΗΠΑ. Δυο σημαντικά στοιχεία, που συνδέονται με την κατάσταση της δουλείας, παρουσιάστηκαν κατά την περίοδο αυτή: η εργασία και η θρησκεία. Η πρώτη εκφράστηκε μουσικά με το work - song, του οποίου ο ρυθμός εμπνεόταν συχνά από τις αναγκαίες κινήσεις για μια δουλειά που είχε κανονικό ρυθμό· η δεύτερη εκδηλώθηκε στα spirituals (θρησκευτικά τραγούδια), που γεννήθηκαν από το διάβασμα ψαλμών από τους πάστορες και τη συνήθεια του τραγουδιστού σχολιασμού φράσεων της Αγίας Γραφής. Σε αυτές τις όψεις μιας μουσικής μορφής με μυστικοπαθείς τάσεις προστέθηκαν έπειτα οι εκδηλώσεις κοσμικής μουσικής. Μια από τις τελειότερες μουσικές μορφές ήταν το μπλουζ (blues), του οποίου η αρμονική βάση εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα για διάφορα είδη μουσικής χορού, αλλά που υπήρξε κυρίως το τραγούδι της αγάπης και του πόνου των νέγρων. Οι πρώτοι δίσκοι μπόρεσαν να καταγράψουν τα τεκμήρια του πραγματικού αυτού γεγονότος με τις φωνές του Μπιγκ Μπίλι Μπρούνζι (1893-1959), της Γκέρτρουντ Ma Ρένεϊ (1886-1939), της Μπέσι Σμιθ (1895-1937), της Ίντα Κοξ (1889 ή 1892) και της Μπέρθα Τσίπι Χιλ (περίπου 1905).
Ο δρόμος, που οδηγεί στην τ. περνά από άλλα στοιχεία που θεωρούνται βασικά και πρώτο από αυτά είναι το rag - time (σπασμένος χρόνος), μια εξαιρετικά συγκεκομμένη μουσική, που παιζόταν σε σταθερή συνοδεία 2/4 ή 4/4 και άνθησε στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια του 19ου αι., της οποίας πρωτοπόρος ήταν ο Μπεν Χάρνεϊ (1871-1938), συνθέτης πολλών τραγουδιών και δεξιοτέχνης του πιάνου. Στο rag - time πρέπει να προστεθεί το barrel - house (κακόφημο μπαρ), που γεννήθηκε στις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ, για το οποίο ειπώθηκε, πως είναι ένα rag - time, που το παίζει ένας νέγρος ο οποίος δεν μπορεί να ξεχάσει το blues. Όλη αυτή η ασταμάτητη μουσική ζύμωση γίνεται κυρίως στην πόλη της Νέας Ορλεάνης, που κατείχε για πολύ καιρό (έως το 1917) τα πρωτεία και το δικό της ύφος στο πεδίο της τ. Εκεί διαμορφώθηκαν οι πρώτες τυπικές ορχηστρούλες με μουσικούς, που μία έπαιζαν χάλκινα πνευστά όργανα και μια έβγαζαν κραυγές ή έκαναν λαρυγγισμούς και που παρουσιάζονταν συχνά στα καρναβάλια ή μετά από κηδείες ή κυκλοφορούσαν επάνω σε διαφημιστικά άρματα σε θεάματα και γιορτές ή σε πλοιάρια, που διέσχιζαν τον Μισισιπή. Aυτή την περίοδο έγιναν γνωστά τα συγκροτήματα του Μπάντι Μπόλντεν (1878-1931), ενός νέγρου κουρέα, που τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε κορνέτα και του οποίου η ορχήστρα χρησιμοποιούσε κορνέτα, κλαρίνο, τρομπόνι, κοντραμπάσο, κιθάρα και κρουστά· του Τζακ Πάπα Λέιν (μια ορχήστρα λευκών, που επηρεάστηκε πολύ από τις ορχήστρες των νέγρων)· του Τζο Κινγκ Όλιβερ (1885-1938), δεξιοτέχνη της τρόμπας, μαζί με τον οποίο έπαιζε και ο Έντουαρντ Κιντ Όρι (1886), από τους συναρπαστικότερους τρομπονίστες. Με τον Όρι επιβλήθηκε μια από τις μεγαλύτερες μορφές της τ., ο Λούις Άρμστρογκ. Εξαιρετική σημασία είχε ο Φέρντιναντ Τζέλι Ρολ Μόρτον (1885-1941), κιθαριστής και πιανίστας με εξαιρετικές ικανότητες και φαντασία, που αργότερα διεκδικούσε τον τίτλο του πραγματικού εφευρέτη της τ. Ορχήστρα με εξαιρετική σημασία ήταν αυτή που ονομαζόταν Original Dixieland Jazz Band, με την οποία ακόμα και η τ. με λευκούς μουσικούς σημείωνε αξιόλογη επιτυχία. Το 1917, έπειτα από μια απαγορευτική διαταγή του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, η τ. άρχισε να μεταναστεύει από τη Νέα Ορλεάνη στο Σικάγο και στη Νέα Υόρκη. Τον ίδιο χρόνο, που γράφτηκαν και οι πρώτοι δίσκοι, η τ. επιβαλλόταν και στα άλλα κέντρα των ΗΠΑ. Τα χρόνια γύρω από το 1920 μπορούν να ονομαστούν η χρυσή εποχή της τ. Το 1924 ο διευθυντής ορχήστρας Πολ Ουάιτμαν παρήγγειλε στον Τζορτζ Γκέρσουιν την περίφημη Γαλάζια ραψωδία, που συνέβαλε πολύ στην ανύψωση της τ., η οποία μπήκε έπειτα στην ποίηση του Τόμας Στερνς Έλιοτ, στα μυθιστορήματα του Φράνσις Σκοτ - Φιτζέραλντ (Ο υπέροχος Γκάτσμπι), στη μουσική του Ιγκόρ Στραβίνσκι, του Ερνστ Κρένεκ, στη μουσική κωμωδία, στον νεαρό ηχητικό κινηματογράφο: η πρώτη ομιλούσα ταινία ήταν πραγματικά Ο τραγουδιστής της τζαζ (1927), με τον Αλ Τζόνσον. Έπειτα από τη μεγάλη κρίση του 1929 και την αρχή του τουρνέ στο εξωτερικό των μεγάλων Αμερικανών μουσικών της τ., αυτή μεταφυτεύτηκε και στην Ευρώπη, παίρνοντας νέους εκφραστικούς προσανατολισμούς με τον Μπένι Γκούντμαν, λαμπρό κλαρινετίστα, που συγκέντρωσε στο συγκρότημά του εξαιρετικούς σολίστες με τους οποίους έπαιζε αργότερα ακόμα και στο Carnegie Hall, που έως τότε ήταν κλειστό στην τ. Ο Γκούντμαν εγκαινίασε την περίοδο του swing (λίκνισμα), που αποκορυφώθηκε στις συνθέσεις του Γκλεν Μίλερ (1904-1944) –ο οποίος σκοτώθηκε σε πτήση από την Αγγλία στη Γαλλία– με τη μουσική του οποίου χόρευαν τα αμερικανικά στρατεύματα σε όλο τον κόσμο. To swing έκανε την τ. δημοφιλέστατη, με τη βοήθεια ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, αλλά και με τη συνεργασία λαμπρών μουσικών, όπως οι Κάουντ Μπέσι, Φατς Ουόλερ, Τζίμι Λάνσφορντ, Μπομπ Κρόσμπι (αδελφός του γνωστότερου Μπινγκ), Άρτι Σο Λάιονελ, Χάμπτον, Λέστερ Γιανγκ, Μπανγκ Κλέιτον, Χάρι Τζέιμς, Τζιν Κρούπα, Τέντι Ουίλσον, Ρόι Έλντριτζ, Κόλμαν Χόκινς, Μπεν Ουέμπστερ, Κούτι Ουίλιαμς, Λόρενς Μπράουν, Τζακ Τιγκάρντεν, Τζέι Κ. Χιγκινμπόθαμ, Ερλ Χάινς, Αρτ Τάτουμ, Μαίρυ Λου Ουίλιαμς, και τραγουδιστών όπως οι Φρανκ Σινάτρα (που τότε πρωτοεμφανιζόταν), Μπίλι Χόλιντέι, Ανίτα Ό’Ντέι, Τζέιμς Ράσινγκ, Κεμπ Κάλογουέι. Στο μεταξύ στη Νέα Υόρκη, στη συνοικία του Χάρλεμ, σχηματίζονταν μικρές ορχήστρες και επιβαλλόταν η τέχνη της Ε. Φιτζέραλντ.
Έπειτα από το swing, το bop (ονοματοποιία που δεν μεταφράζεται) ήταν η δεύτερη επανάσταση που ξεσπούσε, από μια μεριά, από την επιθυμία της φυγής από την ομοιομορφία που είχε δημιουργήσει το swing και, από την άλλη, ως διαμαρτυρία των νέγρων μουσικών εναντίον των παραμορφώσεων των λευκών. Ήταν ένα παίξιμο σκληρό, βίαιο, κλειστό, που το χρησιμοποίησε κατά το 1940 κυρίως ο Ντίζι Γκιλέσπι, τρομπετίστας με σπάνια φαντασία, και ο Τσάρλι Πάρκερ, άφθαστος σαξοφωνίστας. Aργότερα παρουσιάστηκε και επιβλήθηκε στον χώρο της τ. ο Σταν Κέντον (1912), μουσικός με φαντασία, ο οποίος ανέδειξε εξαιρετικά ταλέντα (όπως τον κιθαριστή Λαουρίντο Αλμέιντα) και σκοπούς που ενθουσίαζαν, ενώ επιβάλλονταν πάνω από κάθε σχολή μουσικοί σαν τον Ντιουκ ‘Eλιγκτον και τον Κάουντ Μπάσι (1906), διευθυντή περίφημης ορχήστρας. Τα τελευταία χρόνια, πέρα από την ιστορική σημασία της, στην τ. περιλαμβάνονται όλες οι προσπάθειες που δημιούργησαν, έπειτα από το bop και μέσα από την cool-jazz (κρύα τζαζ), το west - coast, το καλιφορνιανό και τη νεοκλασική σχολή. Πρόκειται για μια τ. με απέραντες αρμονικές, μελωδικές και ρυθμικές δυνατότητες, στην οποία συνδυάζονται ζωηροί και όχι συχνά εκπληκτικοί πειραματισμοί. To cool ήταν μια αντίδραση κατά των πολύ αισθησιακών τάσεων, συγχρόνως όμως εξέφραζε το άγχος μιας εποχής, που τη χαρακτήριζε ο ψυχρός πόλεμος. Διακρίθηκαν σε αυτή, μουσικοί όλων των χρωμάτων, από τον Σταν Γκετς έως τον Γκάρι Μιούλιγκεν, από τον Κένι Μπέκερ έως τον Λένι Τριστάνο, από τον Ντέιβ Μπρούμπεκ έως τον Λι Κόνιτς, τον Τζίμι Τζουφρέ, τον Μπαντ Σανκ, τη Σέλι Μαν, τον Τσάρλι Μίνγκας, έως τον Τζον Κόλτρεϊν και το Modern Jazz Quartet, που ξαναέβαλε στην τ. την αντίστιξη. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάστηκε μια τάση περιορισμού των πνευστών οργάνων που επικράτησαν των κρουστών, τα οποία χρησιμοποιούνται σε σόλο ως διαμαρτυρία του νέγρου μουσικού εναντίον των κοινωνικών αδικιών.
Ο αμερικανός τζαζίστας Γουίντον Μαρσάλις, στο φεστιβάλ τζαζ του Μοντρέ (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Σταν Γκετς, ένας από τους κυριότερους εκπρόσωπους της κρύας τζαζ, αντίδρασης στην αισθησιακή.
Ο αμερικανός σαξοφονίστας Γ. Σόρτερ στο φεστιβάλ του Μόντρε (φωτ. ΑΠΕ).
Ο κορυφαίος μουσικός εκπρόσωπος της τζαζ Λιονέλ Χάμπτον (φωτ. ΑΠΕ)
Ο ντράμερ Τόνυ Γουίλιαμς (φωτ. ΑΠΕ).
Με την Original Dixieland Jazz Band, που συγκροτήθηκε το 1917 στη Νέα Ορλεάνη, άρχισε να διαδίδεται και η τζαζ με λευκούς εκτελεστές.
Ο αμερικανός κιθαρίστας Β. Β. Κινγκ. (φωτ. ΑΠΕ).
Ο αμερικανός τζαζίστας Ρέι Μπράουν.
* * *η, Ν1. χορευτική μουσική νεγροαμερικανικής προέλευσης2. φρ. «τζαζ μπαντ» — ορχήστρα για μουσική τζαζ, με κύρια όργανα τα κρουστά, την τρομπέτα και το σαξόφωνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jazz].
Dictionary of Greek. 2013.